- ἀδιάγνωστος
- ἀ-διά-γνωστος, nicht zu erkennen; schwer zu verstehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀδιάγνωστος — indistinguishable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάγνωστος — η, ο (Α ἀδιάγνωστος, ον) [διαγιγνώσκω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να διαγνωσθεί, να κατανοηθεί εύκολα 2. ο δυσδιάκριτος, αδιόρατος, ο υποθετικός … Dictionary of Greek
αδιάγνωστος — η, ο αυτός που δε διαγνώστηκε ή δεν μπορεί να διαγνωστεί: Πάσχει από αδιάγνωστη αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαγνώστως — ἀδιάγνωστος indistinguishable adverbial ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάγνωστον — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem acc sg ἀδιάγνωστος indistinguishable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαγνώστοις — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαγνώστου — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαγνώστων — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάγνωστα — ἀδιάγνωστος indistinguishable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάγνωστοι — ἀδιάγνωστος indistinguishable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)